Ο βήχας είναι ένα αντανακλαστικό του ανθρώπινου οργανισμού, το οποίο λειτουργεί ως μηχανισμός του ώστε να μπορέσει να απομακρύνει μηχανικά αλλά και να αδρανοποιήσει, μέσω της παραγόμενης βλέννας, ξένα σώματα από τους πνεύμονες ή από το ανώτερο αναπνευστικό (μικρόβια, σκόνη, καπνό κ.λπ.). Ακόμη, με το βήχα ο οργανισμός μας αντιδρά στον ερεθισμό των αεραγωγών.
Υπάρχουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά όταν βήχουμε, τα οποία μπορούμε να μάθουμε να τα αναγνωρίζουμε, αφού ο βήχας αποτελεί μόνον ένα σύμπτωμα και δεν είναι ασθένεια και συχνά η σημασία του μπορεί να προσδιοριστεί μόνον όταν αξιολογηθούν συγχρόνως και τα άλλα συμπτώματα που μπορεί να τον συνοδεύουν.
Ο βήχας κλασικά διακρίνεται σε δύο κατηγορίες, στον παραγωγικό και στον μη παραγωγικό. Ο παραγωγικός βήχας παράγει φλέγμα ή βλέννα (πτύελα). Αυτή μπορεί να εντοπίζεται στο πίσω μέρος του λαιμού και να προέρχεται συνήθως από τη μύτη ή τα ιγμόρεια ή μπορεί να έχει προωθηθεί προς τα έξω και να προέρχεται από τους πνεύμονες και την τραχεία.
Το άρθρο συνεχίζεται παρακάτω
Αιτίες του βήχα
Οι αιτίες του παραγωγικού βήχα είναι πολλές, όπως:
– Οι ιογενείς λοιμώξεις: Στο κοινό κρυολόγημα ή και στη γρίπη είναι σύνηθες να έχουμε έναν παραγωγικό βήχα, ο οποίος συνήθως προκαλείται από λευκή έως υποκίτρινη βλέννα που κυλά προς τα κάτω από το πίσω μέρος του λαιμού.
– Οι μικροβιακές λοιμώξεις: Ασθένειες όπως η βρογχίτιδα, η ιγμορίτιδα, η πνευμονία ή η φυματίωση μπορεί να έχουν ως σύμπτωμα έναν παραγωγικό βήχα.
– Η χρόνια πνευμονοπάθεια: Ένας παραγωγικός βήχας θα μπορούσε να είναι σημάδι πως μια ασθένεια όπως η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) χειροτερεύει ή ότι υπάρχει επιπλοκή της με κάποια λοίμωξη.
– Η οξεία ή η χρόνια οπισθορρινική καταρροή: Πρόκειται για κατάσταση λοιμώδους, αλλεργικής ή αγγειοκινητικής αιτιολογίας και έχει ως σύμπτωμα την πρόκληση παραγωγικού βήχα ή την αίσθηση ότι χρειάζεται να καθαρίζουμε το λαιμό μας συνεχώς.
– Η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση (ΓΟΠ): Ένα όξινο περιεχόμενο του στομάχου μπορεί να επιστρέψει στον οισοφάγο, ειδικά όταν μετά από το γεύμα ξαπλώνουμε γρήγορα. Αυτό μπορεί να προκαλέσει άλλες φορές συνειδητές καυσαλγίες (καούρες) και ερυγές (ρεψίματα) και άλλες φορές μόνο βήχα. Το φαινόμενο συμβαίνει πιο συχνά κατά τη διάρκεια της νύχτας και μπορεί να μας ξυπνήσει.
– Το κάπνισμα: Η εμφάνιση παραγωγικού βήχα σε έναν καπνιστή ή σε κάποιον που χρησιμοποιεί άλλες μορφές καπνού, αποτελεί συχνά σημάδι χρόνιας βρογχίτιδας ή και ερεθισμού του φάρυγγα ή του οισοφάγου.
Ας δούμε και τον μη παραγωγικό βήχα, ο οποίος είναι ξηρός και χωρίς εκκρίσεις. Ένας βήχας τέτοιου τύπου μπορεί να αναπτυχθεί έπειτα από έκθεση σε ερεθιστικούς ή λοιμώδεις παράγοντες, όπως:
– Οι ιογενείς ασθένειες (μεταλοιμώδης βήχας): Έπειτα από μια γρίπη ή ένα κοινό κρυολόγημα, ένας ξηρός βήχας μπορεί να έχει διάρκεια αρκετές εβδομάδες και συχνά να επιδεινώνεται κατά τη διάρκεια της νύχτας.
– Ο βρογχόσπασμος: Πρόκειται για μη παραγωγικό βήχα, ο οποίος είναι σε έξαρση ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της νύχτας, που μπορεί να σημαίνει σπασμό των βρόγχων που προκαλείται από βρογχικό ερεθισμό (οξεία βρογχίτιδα).
– Οι αλλεργίες: Το συχνό φτάρνισμα συνοδευόμενο από ξηρό βήχα μπορεί να είναι ένδειξη αλλεργικής ρινίτιδας.
– Το άσθμα: Ο χρόνιος ξηρός βήχας μπορεί να αποτελεί σύμπτωμα ήπιου άσθματος, το οποίο μπορεί να συνοδεύεται και από άλλα συμπτώματα όπως δύσπνοια, συριγμό ή αίσθημα σφιξίματος στο στήθος.
– Η έκθεση σε σκόνη ή σε αναθυμιάσεις, όπως και η έκθεση σε πτητικές-ερεθιστικές χημικές ουσίες στο εργασιακό περιβάλλον.
– Τα φάρμακα: Βήχας μπορεί να προκληθεί συχνότερα από τα φάρμακα τα οποία ονομάζονται αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου, τα οποία χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο της υψηλής αρτηριακής πίεσης, όπως παραδείγματος χάριν η καπτοπρίλη (π.χ. Capoten), η εναλαπρίνη (π.χ. Renitec) και η λισινοπρίλη (π.χ. Prinivil, Zestril ή Zestoretic).
– Η απόφραξη των αεραγωγών από κάποιο εισπνεόμενο αντικείμενο: Μπορεί να συμβεί από κομμάτια τροφών ή φαρμάκων και αυτό είναι συχνότερο φαινόμενο στις ακραίες ηλικίες, δηλαδή στα παιδιά και στους ηλικιωμένους.
Για να αντιμετωπιστεί ο βήχας θα πρέπει να αξιολογηθούν και να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα σε δύο άλλες ταξινομήσεις του, τη διάρκειά του και την προέλευσή του.
Είδη βήχα
Ανάλογα με τη διάρκειά του, ο βήχας διακρίνεται:
– Σε οξύ (διάρκειας < 3 εβδομάδων),
– Σε υποξύ (διάρκειας >3εβδομάδων < 2 μηνών) και
– Σε χρόνιο (διάρκειας >2 μηνών).
Σε ποσοστό 80-90% ο οξύς βήχας έχει ιογενή προέλευση και δεν πρέπει να χορηγούνται αντιβιοτικά γι’ αυτόν, αλλά μόνο συμπτωματική αγωγή, ενώ αν η διάρκειά του ξεπερνά τις τρεις εβδομάδες, τα αίτια μπορεί να είναι ποικίλα και σίγουρα είναι αναγκαία η ιατρική εκτίμηση.
Τέλος, όσον αφορά την προέλευσή του, ο βήχας διακρίνεται:
– Σε βήχα με προέλευση από το ανώτερο αναπνευστικό
– Σε βήχα που προέρχεται από το κατώτερο αναπνευστικό
Τρόποι αντιμετώπισης του βήχα
Με βάση τις διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες του American College of Clinical Pharmacy (ACCP) η συμπτωματική αντιμετώπιση του βήχα διαφοροποιείται ανάλογα και με την τελευταία κατάταξη.
Κατά συνέπεια, στις περιπτώσεις των οξέων ιογενών λοιμώξεων του ανώτερου αναπνευστικού (π.χ. για το κοινό κρυολόγημα) συνιστώνται:
– Φάρμακα με συνδυασμό αποσυμφορητικών και πρώτης γενιάς αντϊσταμινικών
– Φάρμακα με ανασταλτική δράση στις προσταγλανδίνες, όπως τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη
αντιχολινεργικά φάρμακα (π.χ. το ιπρατρόπιο)
– Κεντρικά ή περιφερικά αντιβηχικά (αν υπάρχει έντονος βήχας που πρέπει να κατασταλεί)
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν συνιστώνται: βλεννολυτικά, αντιβιοτικά (εκτός εξαιρέσεων πιθανού κοκκύτη), εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή, αντιϊσταμινικά νεότερης γενιάς (χωρίς αντιχολινεργική δράση), αποσυμφορητικά χωρίς συνδυασμό με πρώτης γενιάς αντιϊσταμινικά
Στις οξείες λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού (οξείες βρογχίτιδες) συνιστώνται:
– Κεντρικά (και περιφερικά) αντιβηχικά φάρμακα
– Βρογχοδιασταλτικά όπως σαλβουταμόλη (Aerolin) μόνο αν συνυπάρχει βρογχόσπασμος
Σε αυτήν την περίπτωση δεν συνιστώνται: αντιβιοτικά (εκτός εξαιρέσεων με πυώδη, καφέ ή γκριζοπράσινη απόχρεμψη), βλεννολυτικά, εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή, αντιϊσταμινικά ή αποσυμφορητικά.