Η συναισθηματική νοημοσύνη (ΣΝ ή EI, Emotional Intelligence) έχει αποκτήσει εξέχουσα θέση στην επιστήμη της Ψυχολογίας, διευρύνοντας την κατανόησή μας για το πώς οι άνθρωποι πλοηγούνται στο προσωπικό και κοινωνικό περιβάλλον. Σε αντίθεση με τη γνωστική νοημοσύνη, η οποία δίνει έμφαση στη λογική σκέψη και την επίλυση προβλημάτων, η συναισθηματική νοημοσύνη δίνει έμφαση στην ικανότητα αναγνώρισης, κατανόησης και διαχείρισης των συναισθημάτων του εαυτού μας και των άλλων. Αυτό το άρθρο εμβαθύνει στην εξέλιξη των θεωριών της συναισθηματικής νοημοσύνης και διερευνά πώς τα συναισθήματα, η επίγνωση του σώματος και οι καθρεπτικοί νευρώνες διαμορφώνουν τη νόηση και τις αλληλεπιδράσεις μας.
Εξέλιξη της συναισθηματικής νοημοσύνης
Η έννοια της συναισθηματικής νοημοσύνης έχει ρίζες που χρονολογούνται από τον 20ό αιώνα. Το 1950, ο Abraham Maslow εισήγαγε τις «συναισθηματικές δυνάμεις» ως μέρος της ιεραρχίας των αναγκών του. Ο όρος «συναισθηματική νοημοσύνη» εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε μια εργασία του Michael Beldoch το 1964, αλλά απέκτησε ευρεία δημοτικότητα τη δεκαετία του 1990 με το best seller βιβλίο του Daniel Goleman «Συναισθηματική νοημοσύνη» (“Emotional Intelligence”). Το έργο του Goleman όρισε τη συναισθηματική νοημοσύνη ως έναν συνδυασμό χαρακτηριστικών που ενισχύουν την προσωπική και επαγγελματική αποτελεσματικότητα.
Ο Goleman προσδιόρισε πέντε βασικά συστατικά της συναισθηματικής νοημοσύνης: αυτογνωσία, αυτορρύθμιση, κίνητρα, ενσυναίσθηση και κοινωνικές δεξιότητες, καθένα από τα οποία παρέχει τα θεμέλια για μια πιο αρμονική, αποτελεσματική κοινωνική ζωή.
Το άρθρο συνεχίζεται παρακάτω
Αυτογνωσία (self awareness): Πρόκειται για την ικανότητα να αναγνωρίζει κανείς τα συναισθήματά του και τον αντίκτυπό τους στους άλλους. Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα περιλαμβάνουν την αυτοπεποίθηση, τη ρεαλιστική αυτοαξιολόγηση και την ικανότητα να αυτοσαρκάζεται.
Αυτορρύθμιση-αυτοέλεγχος (self regulation): Αυτό περιλαμβάνει την εποικοδομητική διαχείριση των συναισθημάτων, την αντίσταση σε παρορμητικές συμπεριφορές και τη διατήρηση της ακεραιότητας και της ευελιξίας μπροστά στην αλλαγή.
Εσωτερικό κίνητρο (self motivation): Σε αντίθεση με τα εξωτερικά κίνητρα, τα εσωτερικά κίνητρα πηγάζουν από τις προσωπικές αξίες και το γνήσιο πάθος για τους στόχους. Αυτό το χαρακτηριστικό συνδέεται με την επιμονή, την αισιοδοξία και τη δέσμευση.
Ενσυναίσθηση (empathy): Η ενσυναίσθηση είναι η ικανότητα κατανόησης και ανταπόκρισης στα συναισθήματα των άλλων. Επιτρέπει συμπονετικές ή στρατηγικές αντιδράσεις, και αν και συνήθως συνδέεται με θετικές προθέσεις, η ενσυναίσθηση μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί χειραγωγικά.
Κοινωνική επίγνωση (social awareness): Περιλαμβάνουν την ικανότητα οικοδόμησης και διατήρησης σχέσεων, διαμεσολάβησης σε συγκρούσεις και έμπνευσης της συνεργασίας σε ομάδες.
Ανταγωνιστικά μοντέλα συναισθηματικής νοημοσύνης
Διάφοροι μελετητές έχουν προτείνει μοντέλα για τη μέτρηση και την κατανόηση της συναισθηματικής νοημοσύνης. Ο Κωνσταντίνος Πετρίδης, για παράδειγμα, θεωρεί τη συναισθηματική νοημοσύνη ως χαρακτηριστικό της προσωπικότητας και όχι ως ξεχωριστή νοημοσύνη. Το δικό του «μοντέλο χαρακτηριστικών» αξιολογεί τις αυτοεκτιμώμενες ικανότητες και τις τάσεις συμπεριφοράς. Αντίθετα, το «μοντέλο ικανότητας» των Peter Salovey και John Mayer θεωρεί την EI ως μια πραγματική γνωστική ικανότητα που περιλαμβάνει συναισθηματική επεξεργασία για την καθοδήγηση της συλλογιστικής και των ενεργειών. Το μοντέλο του Goleman συνδυάζει στοιχεία και από τα δύο, αναμειγνύοντας χαρακτηριστικά και ικανότητες σε αυτό που σήμερα θεωρείται «μικτό μοντέλο».
Παρά τη συνεχιζόμενη συζήτηση σχετικά με την εγκυρότητα της EI ως μορφής νοημοσύνης, οι έρευνες δείχνουν ότι η EI συσχετίζεται με καλύτερη ψυχική υγεία, ηγετική αποτελεσματικότητα και εργασιακή απόδοση.
Ενσώματη νόηση και συναισθηματική νοημοσύνη
Η κατανόηση της συναισθηματικής νοημοσύνης διευρύνεται όταν εξετάζουμε τον ρόλο του σώματος στη νόηση. Η θεωρία της ενσώματης νόησης υποδηλώνει ότι οι νοητικές διεργασίες διαμορφώνονται όχι μόνο από τον εγκέφαλο αλλά και από τις σωματικές αισθήσεις και κινήσεις. Αυτό αμφισβητεί τις παραδοσιακές απόψεις περί διαχωρισμού νου-σώματος και υποστηρίζει ότι η σωματική επίγνωση, όπως η ενδοαντίληψη (ευαισθησία στα εσωτερικά σήματα του σώματος) και η ιδιοδεκτικότητα (αίσθηση της σωματικής τοποθέτησης), επηρεάζει τη σκέψη και τη λήψη αποφάσεων υψηλού επιπέδου.
Για παράδειγμα, η υπόθεση των σωματικών δεικτών του Antonio Damasio υποστηρίζει ότι οι σωματικές αισθήσεις επηρεάζουν τη λήψη αποφάσεων. Στο βιβλίο του Descartes’ Error, ο Damasio ασκεί κριτική στο διαχωρισμό του ορθολογισμού και του συναισθήματος, προτείνοντας ότι η λογική βασίζεται στη συναισθηματική εισροή για την πλήρως ενημερωμένη, προσαρμοστική λήψη αποφάσεων. Μελέτες δείχνουν, για παράδειγμα, ότι οι συμμετέχοντες που ενεργοποιούν τους μύες που συμμετέχουν στο χαμόγελο βρίσκουν πιο κατανοητές τις ευχάριστες προτάσεις, ενώ όσοι ενεργοποιούν τους μύες που συνοφρυώνονται βρίσκουν πιο κατανοητές τις δυσάρεστες προτάσεις. Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι οι συναισθηματικές και οι γνωστικές διεργασίες είναι αλληλένδετες, με το σώμα να παίζει βασικό ρόλο στη διαμόρφωση των νοητικών μας εμπειριών.