Τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν να ακολουθήσουν μια διατροφή χωρίς γλουτένη, αντλώντας το ενδιαφέρον για αυτή από διάφορες πηγές. Ωστόσο, ενώ κάποιοι το πράττουν για λόγους υγείας, πολλοί το κάνουν χωρίς πραγματική ιατρική ένδειξη. Η κατανόηση των διαφορών μεταξύ της δυσανεξίας στη γλουτένη και της νόσου κοιλιοκάκης είναι κρίσιμη, καθώς οι δύο καταστάσεις μοιράζονται συμπτώματα αλλά διαφέρουν σημαντικά όσον αφορά τις επιπτώσεις στον οργανισμό και τις απαιτούμενες διατροφικές αλλαγές.
Η κοιλιοκάκη αποτελεί αυτοάνοση διαταραχή που προκαλείται από την αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος στη γλουτένη, προκαλώντας χρόνια φλεγμονή και βλάβες στη μικρή εντερική επιφάνεια. Περίπου το 1% του πληθυσμού πάσχει από αυτή, αλλά ένα ποσοστό μεγαλύτερο δεν έχει διαγνωστεί ακόμη . Η βλάβη στον εντερικό βλεννογόνο επηρεάζει την απορρόφηση θρεπτικών ουσιών, που μπορεί να οδηγήσει σε αναιμία, οστεοπόρωση, ή ακόμα και νευρολογικές διαταραχές. Αντίθετα, η δυσανεξία στη γλουτένη – γνωστή και ως μη κοιλιοκακική ευαισθησία – προκαλεί παρόμοια συμπτώματα χωρίς όμως την ίδια καταστροφή του εντερικού βλεννογόνου .
Τα συμπτώματα και των δύο περιλαμβάνουν φούσκωμα, διάρροια ή δυσκοιλιότητα, κοιλιακό άλγος και αίσθημα κούρασης. Επιπλέον μπορεί να εμφανιστούν πονοκέφαλοι, εγκεφαλική ομίχλη, πόνοι στις αρθρώσεις και ερπητοειδής δερματίτιδα. Η κύρια διαφορά είναι ότι στην κοιλιοκάκη η επανειλημμένη έκθεση στη γλουτένη προκαλεί αυτοάνοση αντίδραση και φθορά των εντερικών λάχνων, η οποία μπορεί να προκαλέσει μακροπρόθεσμες επιπλοκές .
Το άρθρο συνεχίζεται παρακάτω
Η βλάβη στους λάχνες του εντέρου επιβεβαιώνει τη νόσο και αποκλείει τη συλλογή λανθασμένης διάγνωσης. Η δυσανεξία στη γλουτένη είναι διάγνωση αποκλεισμού, αφού απορριφθούν η κοιλιοκάκη και η αλλεργία στο σιτάρι. Δεν υπάρχουν ειδικά βιολογικά δείκτες, και βασίζεται κυρίως στην απουσία αυτοάνοσων και εντερικής βλάβης μετά την κατανάλωση . Η θεραπεία και για τις δύο καταστάσεις είναι η δια βίου αποχή από τη γλουτένη. Στην περίπτωση της κοιλιοκάκης, ακόμη και ίχνη γλουτένης, όπως από επιμολυσμένα σκεύη ή κοινό ψωμί στον φούρνο, μπορεί να προκαλέσουν βλάβη . Αντίθετα, στη δυσανεξία μπορεί να υπάρξει μικρή ανοχή σε μικρές ποσότητες χωρίς σοβαρή συνέπεια, όμως ο καθένας πρέπει να βρει το ατομικό του όριο .
Υπάρχουν και άλλοι λόγοι για συμπτώματα μετά την κατανάλωση γλουτένης, όπως η ευαισθησία σε FODMAPs ή σε ενζυμα/πρωτεΐνες στα δημητριακά, και όχι μόνο στη γλουτένη καθαυτή . Επομένως, η σωστή διάγνωση σε εξειδικευμένο γαστρεντερολόγο και διαιτολόγο είναι απαραίτητη πριν την αφαίρεση γλουτένης από τη διατροφή, για να αποφευχθούν ελλείψεις σε βιταμίνες και ιχνοστοιχεία .
Η αυθαίρετη επιλογή της δίαιτας χωρίς γλουτένη, χωρίς ιατρική ένδειξη, μπορεί να οδηγήσει σε θρεπτικά ελλείμματα – φυτικές ίνες, βιταμίνη B, σίδηρο – και στην αύξηση της κατανάλωσης πιο επεξεργασμένων, ακριβότερων τροφίμων . Επίσης, μπορεί να δυσκολέψει τη διάγνωση κοιλιοκάκης σε μελλοντικό έλεγχο, εφόσον έχει ήδη διακοπεί η γλουτένη πριν τις εξετάσεις.
Εάν κάποιος παρουσιάζει συμπτώματα μετά από γεύματα με προϊόντα σίτου, κριθαριού ή σίκαλης, η πρώτη κίνηση είναι να απευθυνθεί σε γιατρό ή γαστρεντερολόγο. Αν τα αποτελέσματα δείξουν κοιλιοκάκη, επιβάλλεται αυστηρή δίαιτα χωρίς γλουτένη και παρακολούθηση από διαιτολόγο. Αν όχι, μπορεί να γίνει εξακρίβωση για δυσανεξία μέσω ελεγχόμενης διατροφικής δοκιμής και αποκλεισμού γλουτένης .
Συμπερασματικά, η κοιλιοκάκη και η δυσανεξία στη γλουτένη είναι δύο καταστάσεις με κοινά συμπτώματα αλλά διαφορετική αιτιολογία και επιπτώσεις. Η κοιλιοκάκη είναι πιο σοβαρή λόγω της αυτοάνοσης φύσης της και της βλάβης του εντέρου, συνεπώς απαιτεί απόλυτη αποχή από γλουτένη. Η δυσανεξία μπορεί να διαχειριστεί πιο ευέλικτα, αλλά και πάλι χρειάζεται ιατρικός έλεγχος. Η σωστή διάγνωση και καθοδήγηση από ειδικούς παραμένουν θεμελιώδεις για την υγεία και την ποιότητα ζωής.