Ο λόγος των τριγλυκεριδίων (TG) προς την HDL χοληστερίνη (HDL-C) έχει αναδειχθεί ως δυνητικός βιοδείκτης για την αξιολόγηση του καρδιαγγειακού κινδύνου και του μεταβολικού συνδρόμου. Η παρούσα ανασκόπηση επικεντρώνεται στα επιστημονικά στοιχεία που συνδέουν τον λόγο TG/HDL-C με την καρδιαγγειακή νόσο (CVD) και το μεταβολικό σύνδρομο, υπογραμμίζοντας τον ρόλο του ως προγνωστικού δείκτη για την καρδιαγγειακή υγεία. Η αθηροσκλήρωση είναι μια χρόνια πάθηση που χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση λιπιδικών πλακών στα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων, οι οποίες μπορούν να εμποδίσουν μερικώς ή πλήρως τη ροή του αίματος. Αυτή η παθολογική διεργασία έχει κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη αθηροσκληρωτικής καρδιαγγειακής νόσου (ASCVD), η οποία περιλαμβάνει στεφανιαία νόσο (CAD), περιφερική αγγειακή νόσο (PAD) και εγκεφαλοαγγειακή νόσο (CCVD). Ένας βασικός παράγοντας που συμβάλλει στην αθηροσκλήρωση είναι η δυσλιπιδαιμία, όπου τα μη φυσιολογικά επίπεδα λιπιδίων, ιδιαίτερα η αυξημένη χοληστερόλη λιποπρωτεϊνών χαμηλής πυκνότητας (LDL-C), διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο. Παρά τις προόδους στη μείωση της LDL χοληστερίνης (LDL-C), ιδίως με τη θεραπεία με στατίνες, παραμένει ένας υπολειπόμενος καρδιαγγειακός κίνδυνος. Αυτός ο υπολειπόμενος κίνδυνος συνδέεται συχνά με ανισορροπίες σε άλλα λιπίδια, ιδίως στα τριγλυκερίδια (TG) και στη χοληστερόλη λιποπρωτεϊνών υψηλής πυκνότητας (HDL-C). Τα αυξημένα επίπεδα τριγλυκεριδίων και η μειωμένη HDL-C έχουν συσχετιστεί τόσο με το μεταβολικό σύνδρομο (MetS) όσο και με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου (CVD).
Παθοφυσιολογία της αθηροσκλήρωσης και της καρδιαγγειακής νόσου
Η αθηροσκλήρωση οφείλεται σε έναν συνδυασμό δυσρύθμισης των λιπιδίων και φλεγμονής. Οι φλεγμονώδεις διεργασίες εμπλέκονται τόσο στην έναρξη όσο και στην εξέλιξη του σχηματισμού της αθηρωματικής πλάκας. Προφλεγμονώδεις κυτταροκίνες όπως η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη (CRP), ο παράγοντας νέκρωσης όγκων-α (TNF-α) και η ιντερλευκίνη-6 (IL-6) συμβάλλουν στην αντίσταση στην ινσουλίνη και στην αθηρογένεση. Η αθηροσκλήρωση συμβαίνει όταν τα μακροφάγα απορροφούν οξειδωμένα τριγλυκερίδια και χοληστερόλη, μετατρέπονται σε αφρώδη κύτταρα που συσσωρεύονται στα τοιχώματα των αγγείων, οδηγώντας σε σχηματισμό πλάκας. Αυτές οι ασταθείς πλάκες μπορεί να σπάσουν, προκαλώντας οξέα καρδιαγγειακά επεισόδια, όπως καρδιακές προσβολές ή εγκεφαλικά επεισόδια.
Παρά τη σαφή συσχέτιση μεταξύ της LDL-C και των καρδιαγγειακών εκβάσεων, ορισμένοι ασθενείς εξακολουθούν να εμφανίζουν καρδιαγγειακά επεισόδια παρά την επίτευξη βέλτιστων επιπέδων LDL-C. Αυτός ο υπολειπόμενος κίνδυνος μπορεί να αποδοθεί σε άλλους παράγοντες, όπως τα αυξημένα επίπεδα TG και η χαμηλή HDL-C. Και τα δύο λιπίδια αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του μεταβολικού συνδρόμου, ενός συμπλέγματος καταστάσεων που περιλαμβάνει κεντρική παχυσαρκία, υψηλή αρτηριακή πίεση, αντίσταση στην ινσουλίνη και δυσλιπιδαιμία, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου.
Το άρθρο συνεχίζεται παρακάτω
Ο λόγος τριγλυκεριδίων προς HDL χοληστερίνη ως δείκτης για καρδιαγγειακή νόσο
Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι ο λόγος TG/HDL-C αποτελεί ένα πρακτικό εργαλείο για τον εντοπισμό ατόμων με υψηλότερο κίνδυνο για αντίσταση στην ινσουλίνη, μεταβολικό σύνδρομο και καρδιαγγειακή νόσο. Τα αυξημένα επίπεδα TG και η χαμηλή HDL-C είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα του μεταβολικού συνδρόμου και ο λόγος TG/HDL-C έχει προταθεί ως βολικός υποκατάστατος δείκτης για την αντίσταση στην ινσουλίνη, η οποία προηγείται πολλών καρδιαγγειακών επιπλοκών.
Αρκετές μελέτες έχουν επιβεβαιώσει την αξία του λόγου TG/HDL-C ως προγνωστικού παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου. Για παράδειγμα, μια μελέτη των McLaughlin και συν. το 2003 διαπίστωσε ότι ένας λόγος TG/HDL-C άνω του 3,0 σχετίζεται με αντίσταση στην ινσουλίνη σε υπέρβαρους ασθενείς, γεγονός που υποδηλώνει υψηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακών επεισοδίων. Άλλες μελέτες μεγάλης κλίμακας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που διεξήχθησαν σε ιρανικούς και κορεατικούς πληθυσμούς, έχουν προσδιορίσει τον λόγο TG/HDL-C ως ισχυρό δείκτη του μεταβολικού συνδρόμου και του καρδιαγγειακού κινδύνου, με συγκεκριμένα σημεία αποκοπής που ποικίλλουν ανάλογα με τον πληθυσμό.
Οι ειδικοί σε θέματα υγείας ορίζουν τις ακόλουθες αναλογίες τριγλυκεριδίων HDL ως εξής:
Ιδανική: 2.0 ή λιγότερο
Καλή: 4.0 έως 6.0
Κακή: πάνω από 6.0
Κλινικές επιπτώσεις του λόγου TG/HDL-C
Ο λόγος TG/HDL-C έχει τη δυνατότητα να χρησιμεύσει ως πολύτιμος δείκτης για την εκτίμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου, ιδίως σε άτομα με μεταβολικό σύνδρομο. Ενώ η μείωση της LDL-C παραμένει πρωταρχικός στόχος στην καρδιαγγειακή πρόληψη, η προσοχή σε άλλες παραμέτρους λιπιδίων, όπως η TG και η HDL-C, είναι ζωτικής σημασίας για τη μείωση του υπολειπόμενου κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου.
Συμπερασματικά, ο λόγος TG/HDL-C αναδεικνύεται σε πρακτικό και κατατοπιστικό δείκτη για τον εντοπισμό ατόμων με υψηλότερο κίνδυνο για μεταβολικό σύνδρομο και καρδιαγγειακή νόσο. Αυτός ο βιοδείκτης μπορεί να βοηθήσει στην καθοδήγηση πιο εξατομικευμένων στρατηγικών για την πρόληψη και τη διαχείριση της καρδιαγγειακής νόσου, ιδίως σε ασθενείς με επίμονες λιπιδαιμικές ανισορροπίες.
Πηγή: PubMed PMC10001260